τίκ

τίκ
το ακλ. мед. тик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τίκ" в других словарях:

  • τικ — Aκανόνιστη κίνηση, που επαναλαμβάνεται δίχως σκοπό και στερεοτυπική, που διαφέρει από τον τρόμο, γιατί απουσιάζει ο ρυθμός. Είναι μια μορφή νεύρωσης καταναγκασμού. Το άτομο που πάσχει από αυτήν αισθάνεται την προτρεπτική ανάγκη εκτέλεσης μιας… …   Dictionary of Greek

  • τικ — το άκλ. (λ. γαλλ.), σπασμωδική σύσπαση του προσώπου: Ανοιγοκλείνει το μάτι του από τικ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τικ-τακ — και τίκι τακ, το, Ν άκλ. 1. λέξη που χρησιμοποιείται για τη δήλωση τού ήχου που παράγει ένα ρολόι, ρυθμικός ήχος 2. φρ. «η καρδιά του κάνει τικ τακ» μτφ. είναι ερωτευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tic tac, προϊόν ονοματοποιίας] …   Dictionary of Greek

  • Τικ, Γιόχαν Λούντβιχ — (Tieck, Βερολίνο 1773 – 1853). Γερμανός ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Είχε στενές σχέσεις με τους βερολινέζικους κύκλους των Σλέγκελ, με τον Νοβάλις και με όλους όσους ανήκαν στο πνευματικό κίνημα της πρώτης περιόδου του… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Βακενρόντερ, Βίλχελμ Χάινριχ — (Wilhelm Heinrich Wackenroder, Βερολίνο 1773 – 1798). Γερμανός συγγραφέας. Γόνος πλούσιας οικογένειας, σπούδασε στο Ερλάνγκεν και στο Γκέτινγκεν. Μαζί με τον Τικ, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά, επεχείρησε ένα είδος πνευματικού προσκυνήματος σε… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Horon (dance) — Music of Greece General topics Ancient • Byzantine • Néo kýma • Polyphonic song Genres Entehno • Dimotika • Hip hop • Laïko • …   Wikipedia

  • Cross-linguistic onomatopoeias — Sinhala is written in a non Latin script. Sinhala text used in this article is transliterated into the Latin script according to the ISO 15919 standard. Because of the nature of onomatopoeia, there are many cross linguistic cognates of… …   Wikipedia

  • Liste d'onomatopées dans différentes langues — Les onomatopées ont des formes différentes selon les langues. Cette liste d exemples en est un aperçu[1]. Sommaire 1 Éclatement d’un ballon 2 Oiseau …   Wikipédia en Français

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»